- αποκομιδη
- ἀποκομιδήἀπο-κομῐδήἥ1) возвращение Thuc.2) увод, увоз
(πλοίων Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πλοίων Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αποκομιδή — ἀποκομιδή, η (Α) [αποκομίζω] 1. αποκόμιση, μεταφορά 2. επιστροφή, επάνοδος … Dictionary of Greek
ἀποκομιδή — carrying away fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποκομιδή — η το μάζεμα, η μεταφορά: Η αποκομιδή των απορριμμάτων από την αρμόδια υπηρεσία του Δήμου δεν είναι τακτική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποκομιδῆς — ἀποκομιδή carrying away fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκομιδήν — ἀποκομιδή carrying away fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλεση — Αναγωγή των στερεών υλικών σε έναν ορισμένο βαθμό λεπτότητας κόκκων, με μηχανική κατεργασία. Με την ά. προετοιμάζονται τα διάφορα υλικά, ώστε να δεχτούν στη συνέχεια ειδικές χημικές κατεργασίες, να μετατραπούν σε εμπορικά προϊόντα, να μεταφερθούν … Dictionary of Greek
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek
γεωχημεία — Επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη της χημικής σύνθεσης της Γης. Κύριοι σκοποί της είναι: α) να καθορίσει την ποσοτική αναλογία των διαφόρων χημικών στοιχείων πάνω στη Γη, τόσο στη φυσική τους κατάσταση όσο και μέσα στις ενώσεις τους· β) να… … Dictionary of Greek
διάβρωση — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωλογία και, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στο σύνολο των διεργασιών που προκαλούν διάφοροι φυσικοί παράγοντες, με αποτέλεσμα την αργή αλλά συνεχή αποσύνδεση και αποκομιδή, λιγότερο ή περισσότερο έντονη κατά τόπους,… … Dictionary of Greek
πρόκριση — η / πρόκρισις, ίσεως, ΝΑ [προκρίνω] νεοελλ. 1. η προκαταρκτική κρίση 2. (αθλ.) η επιτυχής δοκιμασία σε προκριματικούς αγώνες 3. φρ. «πρόκριση συναλλαγής» (οικον.) η απόκτηση ενός προϊόντος σε μια αγορά και η σχεδόν ταυτόχρονη μεταπώλησή του σε… … Dictionary of Greek
Πετραλείφας — Επώνυμο περίφημης οικογένειας του Βυζαντίου, που έδρασε από τον 11o μέχρι τον 13o αι. Πρώτος της οικογένειας αυτής αναφέρεται ο Πέτρος ντ’ Άλφια, από τη γαλλική Νορμανδία, ο οποίος το 1081 ακολούθησε τον ηγεμόνα των Νορμανδών της Κάτω Ιταλίας… … Dictionary of Greek